Ὅπλης

Ὅπλης
Ὅπλευς
masc nom pl
Ὅπλευς
masc nom/voc pl
Ὅπλης
nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὁπλής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Όπλης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους τέσσερις γιους του Ίωνα, πατέρας της Μήτας, πρώτης συζύγου του Αιγέα, βασιλιά της Αθήνας, από τον οποίο ονομάστηκαν Oπλήτες, μία από τις τέσσερις αρχαίες φυλές της Αττικής. Ο Πλούταρχος όμως υποστηρίζει ότι το… …   Dictionary of Greek

  • ὁπλῆς — ὁπλέω make ready pres ind act 2nd sg (doric) ὁπλή hoof fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅπλης — ὁπλέω make ready imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁπλῆτος — Ὁπλής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅπλητας — Ὅπλης masc/fem acc pl Ὅπλητες masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅπλητες — Ὅπλης masc/fem nom/voc pl Ὅπλητες masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅπλητος — Ὅπλης gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποκρήνη — Ονομασία δύο πηγών, που δημιουργήθηκαν, σύμφωνα με τη μυθολογία, από χτύπημα της οπλής του Πήγασου στο έδαφος. 1. Πηγή που ανάβλυσε στην Τροιζήνα ή κοντά στην πόλη αυτή, όταν ο Βελλερεφόντης, έφιππος στο φτερωτό του άλογο, ζήτησε από τον Πιτθέα… …   Dictionary of Greek

  • περιστενίτιδα — η, Ν (κτην.) χρόνια φλεγμονή τών στεφανιαίων δακτυλίων τής οπλής τών ιπποειδών, που καθιστά ανώμαλη την επιφάνεια τού τοιχώματος τής οπλής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”